- εγγύτητα
- proximité
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
εγγύτητα — η (AM ἐγγύτης) το να βρίσκεται κάτι κοντά σε κάτι άλλο (αρχ. μσν.) ομοιότητα, συγγένεια … Dictionary of Greek
ἐγγύτητα — ἐγγύτης nearness fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προς — πρός ΝΜΑ, επικ. τ. προτί, κρητ. τ. πορτί, αργείος τ. προτ(ί), παμφυλιακός τ. περτ(ί), αιολ. τ. πρές Α (πρόθεση, κύρια, μονοσύλλαβη, η οποία, γενικά, συντάσσεται με γενική, δοτική και αιτιατική και δηλώνει την από τόπου κίνηση, τη στάση σε τόπο… … Dictionary of Greek
προ- — α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση πρό. Το προ συντίθεται με ονόματα, ρήματα και, σπανιότερα, με επιρρήματα και προσδίδει βασικά τη σημ. τής προτεραιότητας ως προς τον τόπο, τον χρόνο ή την τάξη … Dictionary of Greek
προσ- — ΝΜΑ α συνθετικό πολλών συνθέτων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση πρός και εμφανίζει τις εξής σημασίες: α) επίταση ή επαύξηση τής σημ. τού β συνθετικού (πρβλ. προσ αυξάνω, προσ έτι, προσ θέτω, πρόσ οδος, προσ φιλής, πρόσ χαρος) β) την… … Dictionary of Greek
πρόσφατος — η, ο / πρόσφατος, ον, ΝΑ 1. (για γεγονός, πράξη, κατάσταση) αυτός που συνέβη πριν από λίγο, τελευταία (α. «στις πρόσφατες εκλογές δεν σημειώθηκε κανένα έκτροπο» β. «προσφάτους... εὐεργεσίας», Πολ.) 2. καινούργιος, νέος (α. «οι πληγές είναι… … Dictionary of Greek
σύνεγγυς — ΝΑ επίρρ. τοπ. πολύ κοντά νεοελλ. φρ. «εκ τού σύνεγγυς» από πολύ κοντά αρχ. 1. χρον. πολύ σύντομα 2. ως επίθ. όμοιος («σύνεγγυς δὲ κατὰ τὴν ἁφήν ἐστι τοῑς ὀστοῑς», Αριστοτ.) 3. (με ουδ. αρθρ. ως ουσ.) τὸ σύνεγγυς η εγγύτητα 4. φρ. «τὰ σύννεγυς… … Dictionary of Greek
φυλογενετικός — ή, ό, Ν 1. βιολ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φυλογένεση, που σχετίζεται με την εξελικτική ιστορία και τη γραμμή καταγωγής ενός είδους ή μιας ανώτερης ταξινομικής μονάδας, δηλαδή που περιγράφει τα στάδια τής εξελικτικής ιστορίας τών ομάδων… … Dictionary of Greek
Γουίλιαμς, Έμλιν — (Emlyn Williams, Μόστιν, Ουαλία 1905 – 1987). Άγγλος συγγραφέας και ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου. Μετά την ολοκλήρωση φιλολογικών σπουδών, ασχολήθηκε με το θέατρο ως συγγραφέας και ηθοποιός. Ως ηθοποιός είχε ιδιαίτερη επιτυχία στο… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… … Dictionary of Greek